- ἀποκίκω
- ἀποκίκω, [ per.] 3pl. [tense] aor. ἀπέκιξαν,A dash to the ground, Ar.Ach.869 ([dialect] Boeot.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκίκω — ἀποκίκω (Α) ρίχνω καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + *κίκω (άχρ. ενεστ. του δωρ. αορ. έκιξα = ήνεγκα, α’ αόρ. του φέρω)] … Dictionary of Greek